απαφρίζω

απαφρίζω
μετ. снимать пену (с жидкости)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απαφρίζω" в других словарях:

  • απαφρίζω — ἀπαφρίζω (Α) 1. αφαιρώ τον αφρό 2. βγάζω αφρούς …   Dictionary of Greek

  • ἀπαφρίσαι — ἀπαφρίζω skim aor inf act ἀπαφρίσαῑ , ἀπαφρίζω skim aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρίσαντα — ἀπαφρίζω skim aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπαφρίζω skim aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρισθέν — ἀπαφρίζω skim aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρισθέντος — ἀπαφρίζω skim aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρίζεται — ἀπαφρίζω skim pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρίζοντες — ἀπαφρίζω skim pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρίζων — ἀπαφρίζω skim pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρίσαντας — ἀπαφρίζω skim aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαφρίσαντες — ἀπαφρίζω skim aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπαφρίζω — Α αφαιρώ τον αφρό εκ τών προτέρων («μέλι προαπηφρισμένον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπαφρίζω «αφαιρώ τον αφρό»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»